λέξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λέξη | οι | λέξεις |
γενική | της | λέξης & λέξεως |
των | λέξεων |
αιτιατική | τη | λέξη | τις | λέξεις |
κλητική | λέξη | λέξεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέξη < αρχαία ελληνική λέξις < λέγω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέξη θηλυκό
- η κύρια μονάδα της γλώσσας από άποψη συντακτική, γραμματική και σημασιολογική· αποτελεί ένα σύνολο φθόγγων που αρθρώνονται ενιαία, φέρει νόημα και αποτελείται από ένα ή περισσότερα μορφήματα
- αυτή η πρόταση περιέχει έξι λέξεις
- (μεταφορικά) φράση, κουβέντα
- δεν είπε λέξη όλο το βράδυ
- (πληροφορική) η μικρότερη μονάδα μνήμης, για την μεταφορά και επεξεργασία εντολών και δεδομένων. Το μέγεθος της λέξης έχει συγκεκριμένο αριθμό bits (m = 1, 2, 4, 8, 16, 32, κλπ.) που εξαρτάται από το ψηφιακό σύστημα και μπορεί να αναπαραστήσει 2m τιμές.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- επί λέξει: αυτολεξεί, λέξη προς λέξη
- δεν βγάζω λέξη: δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα από ένα δυσανάγνωστο κείμενο
- λέξη-κλειδί: με την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε κάτι (π.χ. ένα κείμενο) καλύτερα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λέξη