woord
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
woord (nl) ουδέτερο (πληθυντικός woorden)
- η λέξη
woord (nl) ουδέτερο (πληθυντικός woorden)