συντακτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντακτικός η συντακτική το συντακτικό
      γενική του συντακτικού της συντακτικής του συντακτικού
    αιτιατική τον συντακτικό τη συντακτική το συντακτικό
     κλητική συντακτικέ συντακτική συντακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντακτικοί οι συντακτικές τα συντακτικά
      γενική των συντακτικών των συντακτικών των συντακτικών
    αιτιατική τους συντακτικούς τις συντακτικές τα συντακτικά
     κλητική συντακτικοί συντακτικές συντακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συντακτικός < ελληνιστική κοινή συντακτικός[1] [2] < αρχαία ελληνική συντάσσω < τάσσω / τάττω
((γραμματική) σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική syntaxique[3] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική syntactic[3] / σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική syntactical[3])
((πολιτική) σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική constituant[2])

Επίθετο

[επεξεργασία]

συντακτικός

  1. (γραμματική) που έχει σχέση με τη σύνταξη ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που έχει σχέση με τη σύνταξη ενός εντύπου και τους συντάκτες ή αναφέρεται σ’ αυτά
  3. (πολιτική) άλλη μορφή του συνταγματικός
  4. (ουσιαστικοποιημένο) συντακτικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. συντακτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. 2,0 2,1 συντακτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. 3,0 3,1 3,2 συντακτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)