συντακτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συντακτικός (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sin.da.ktiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντα‐κτι‐κό
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐τα‐κτι‐κός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συντακτικό ουδέτερο στον ενικό
- (γλωσσολογία) το τμήμα της γραμματικής που περιέχει κανόνες για τη δομή και τη λειτουργία μιας γλώσσας
- ↪ απαιτείται καλή γνώση του συντακτικού για τη μετάφραση του κειμένου
- (συνεκδοχικά) μάθημα που ασχολείται με τους συντακτικούς κανόνες μιας γλώσσας
- ↪ θα κάνουμε συντακτικό σήμερα
- (συνεκδοχικά) βιβλίο ή σύγγραμμα που παρουσιάζει και μελετά τους κανόνες αυτούς
- ↪ είναι πολύ καλό αυτό το συντακτικό
- (πληροφορική) το σύνολο των κανόνων της διατύπωσης των εντολών σε μια γλώσσα προγραμματισμού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συντακτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του συντακτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συντακτικός
[επεξεργασία]
- ↑ συντακτικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)