μάθημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάθημα | τα | μαθήματα |
γενική | του | μαθήματος | των | μαθημάτων |
αιτιατική | το | μάθημα | τα | μαθήματα |
κλητική | μάθημα | μαθήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάθημα < αρχαία ελληνική μάθημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάθημα ουδέτερο
- γνωστικό αντικείμενο που διδάσκεται σε σχολείο ή πανεπιστήμιο
- πήρα άριστα στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών
- ενότητα ενός τέτοιου γνωστικού αντικειμένου
- στο πρώτο μάθημα των αρχαίων ελληνικών διδαχτήκαμε τους κανόνες τονισμού
- η διδασκαλία και παρακολούθηση ενός τέτοιου γνωστικού αντικειμένου
- πρέπει να φύγω, γιατί σε λίγο έχω μάθημα
- εμπειρία που αποκτιέται από ένα, συνήθως οδυνηρό, περιστατικό της ζωής
- με ξεγέλασαν, αλλά πήρα ένα καλό μάθημα και άλλη φορά θα είμαι προσεκτικότερος στην επιλογή των φίλων μου
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μάθημα
|