lección

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
lección lecciones

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lección (es) θηλυκό

  • το μάθημα
    ⮡  tercera lección - τρίτο μάθημα