lección
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lección | lecciones |
lección (es) θηλυκό
- μάθημα
- tercera lección - τρίτο μάθημα