βουλγαρικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βουλγαρικά | ||
γενική | των | βουλγαρικών | ||
αιτιατική | τα | βουλγαρικά | ||
κλητική | βουλγαρικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- βουλγαρικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βουλγαρικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουλγαρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η βουλγαρική γλώσσα, η γλώσσα που μιλιέται στη Βουλγαρία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Βουλγαρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουλγαρικά
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
βουλγαρικά < βουλγαρικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
βουλγαρικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουλγαρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βουλγαρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βουλγαρικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)