βουλγαρικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vul.ɣa.ɾiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βουλ‐γα‐ρι‐κά
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βουλγαρικά | ||
γενική | των | βουλγαρικών | ||
αιτιατική | τα | βουλγαρικά | ||
κλητική | βουλγαρικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- βουλγαρικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βουλγαρικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βουλγαρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό και βουλγάρικα
- (γλώσσα) η βουλγαρική γλώσσα, η γλώσσα που μιλιέται στη Βουλγαρία
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- βουργαρικά, βουργάρικα (λαϊκό - προφορικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Βουλγαρία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βουλγαρικά
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]βουλγαρικά < βουλγαρικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]βουλγαρικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βουλγαρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βουλγαρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βουλγαρικός
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)