βασκικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βασκικά | ||
γενική | των | βασκικών | ||
αιτιατική | τα | βασκικά | ||
κλητική | βασκικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασκικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βασκικός στον πληθυντικό
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασκικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βασκικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βασκικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βασκικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)