Basque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
Basque | Basques |
Επίθετο[επεξεργασία]
Basque (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Basque (en)
- (εθνικό όνομα) ο Βάσκος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Basque (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Basque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o κάτοικος ή η κάτοικη της Βασκίας, από την Χώρα των Βάσκων, o Βάσκος ή η βάσκα