αρμενικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμενικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρμενικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμενικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, επίσημη γλώσσα της Αρμενίας
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Աա Բբ Գգ Դդ Եե Զզ Էէ Ըը Թթ Ժժ Իի Լլ Խխ Ծծ Կկ Հհ Ձձ Ղղ Ճճ Մմ Յյ Նն Շշ Ոո Չչ Պպ Ջջ Ռռ Սս Վվ Տտ Րր Ցց Ււ Փփ Քք Օօ Ֆֆ և
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμενικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αρμενικά
- αρμενικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού