ινδοευρωπαϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ινδοευρωπαϊκός < ινδο- + ευρωπαϊκός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική indo-européen ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Indo-European)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ινδοευρωπαϊκός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) (εθνολογία) που έχει σχέση με την ινδοευρωπαϊκή γλώσσα ή τους Ινδοευρωπαίους ή αναφέρεται σ’ αυτά
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις Ινδοευρωπαίος, Ινδία και Ευρώπη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ινδοευρωπαϊκός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το «καλός»
- Λέξεις με πρόθημα ινδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)