ινδογερμανικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ινδογερμανικός < λόγιο (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική indogermanisch, ινδο + γερμανικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική indo ή από την αγγλική Indo)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /in.ðo.ʝeɾ.ma.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιν‐δο‐γερ‐μα‐νι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ινδογερμανικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ινδογερμανικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ινδογερμανικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας