γερμανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γερμανικός, -ή, -ό
- γερμανικός εξπρεσιονισμός
- γερμανική κατοχή
- γερμανικό νόμισμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γερμανικό νούμερο: στη στρατιωτική ορολογία, η νυχτερινή σκοπιά από τις 2 έως τις 4 π.μ.
- γερμανικό κλειδί: → δείτε τη λέξη γερμανικό κλειδί
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γερμανικός
|