ινδοευρωπαϊκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ινδοευρωπαϊκή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ινδοευρωπαϊκός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ινδοευρωπαϊκή θηλυκό
- (εθνολογία, εννοείται ουσιαστικό: φυλή) υποθετική προϊστορική εθνολογική ομάδα της Ευρασίας που μιλούσε την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα
- (γλωσσολογία, εννοείται ουσιαστικό: γλώσσα) που αναφέρεται στην οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, όπως προκύπτει σύμφωνα με τις μεθόδους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ινδοευρωπαϊκή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ινδοευρωπαϊκή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ινδοευρωπαϊκός