ομάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομάδα | οι | ομάδες |
γενική | της | ομάδας | των | ομάδων |
αιτιατική | την | ομάδα | τις | ομάδες |
κλητική | ομάδα | ομάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομάδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμάς από την αιτιστική -άδα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική groupe, équipe[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈma.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μά‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομάδα θηλυκό
- σύνολο μερικών ατόμων που βρίσκονται συναθροισμένοι
- σύνολο ατόμων που έχουν κάποιο κοινό σκοπό
- (ειδικότερα) σύνολο αθλητών που συμμετέχουν σε ομαδικό παιχνίδι αντιμετωπίζοντας έναν αντίπαλο
- Η ομάδα μας νίκησε!
- σύνολο ομοειδών χημικών στοιχείων
- τύπος αίματος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ομάδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομάδα
|
αθλητικός όρος
- ↑ ομάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)