ομάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομάδα | οι | ομάδες |
γενική | της | ομάδας | των | ομάδων |
αιτιατική | την | ομάδα | τις | ομάδες |
κλητική | ομάδα | ομάδες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομάδα < (λόγιο) αρχαία ελληνική ὁμάς από την αιτιστική -άδα < αρχαία ελληνική ὁμός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομάδα θηλυκό
- σύνολο μερικών ατόμων που βρίσκονται συναθροισμένοι
- σύνολο ατόμων που έχουν κάποιο κοινό σκοπό
- (ειδικότερα) σύνολο αθλητών που συμμετέχουν σε ομαδικό παιχνίδι αντιμετωπίζοντας έναν αντίπαλο
- Η ομάδα μας νίκησε!
- σύνολο ομοειδών χημικών στοιχείων
- τύπος αίματος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ομάδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομάδα