time

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /taɪm/
ομόηχο: thyme

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
time times

time (en)

  1. η ώρα
  2. (οικείο) μέσα (φυλακή)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • waste no time (in) doing something: μη σπαταλάς χρόνο σε/στο
  • at the same time: ταυτόχρονα, συγχρόνως
     συνώνυμα: in tandem
  • until the end of time: για πάντα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας time
γ΄ ενικό ενεστώτα times
αόριστος timed
παθητική μετοχή timed
ενεργητική μετοχή timing

time (en)



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
time times

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

time (pt) αρσενικό