time
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
time (en) (πληθυντικός times)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- waste no time (in) doing something: μη σπαταλάς χρόνο σε/στο
- at the same time: ταυτόχρονα, συγχρόνως
- Συνώνυμα: in tandem
- until the end of time: για πάντα
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
time | times |
time (pt) αρσενικό
- (αθλητισμός) (Βραζιλία) η ομάδα
- ≈ συνώνυμα: (Πορτογαλία) equipa, equipe