Μετάβαση στο περιεχόμενο

time

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /taɪm/
ομόηχο: thyme

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
time times

time (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο χρόνος, ο καιρός, η ώρα, η διαδοχή γεγονότων στο παρελθόν, παρόν, μέλλον
    παράδειγμα  the endless flow of time - η αέναη ροή του χρόνου
    παράδειγμα  instruments for measuring time - όργανα για τη μέτρηση του χρόνου
    παράδειγμα  Over time the situation is improving.
    Mε την πάροδο του χρόνου η κατάσταση βελτιώνεται
    παράδειγμα  Time will heal the wounds.
    Ο χρόνος απαλαίνει τις πληγές.
    παράδειγμα  some time ago - πριν από λίγο καιρό
    παράδειγμα  this time tomorrow/yesterday - τέτοια ώρα αύριο/χτες
  2. (μη μετρήσιμο) η ώρα που εμφανίζεται σε ένα ρολόι σε λεπτά και ώρες
    παράδειγμα  What's the time, please?
    Τι ώρα είναι παρακαλώ;
    παράδειγμα  Can you tell me the time?
    Μπορείτε να μου πείτε την ώρα;
  3. (μη μετρήσιμο) η ώρα που μετράται σε ένα συγκεκριμένο μέρος του κόσμου
    παράδειγμα  current local time in the US - τρέχουσα τοπική ώρα στις ΗΠΑ
    παράδειγμα  time zones - ζώνες ώρας
    παράδειγμα  standard time - επίσημη/κανονική ώρα
    παράδειγμα  local/summer time - τοπική/θερινή ώρα
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χρόνος, ο καιρός, η ώρα που συμβαίνει κάτι ή όταν κάτι πρέπει να συμβεί
    παράδειγμα  the construction time for a project/a memorial - ο χρόνος κατασκευής ενός έργου/ενός μνημείου
    παράδειγμα  The time of the exams hasn’t been set yet.
    Δεν ορίστηκε ακόμη ο χρόνος των εξετάσεων.
    παράδειγμα  Give me some time to think it over.
    Δώσε μου χρόνο να το σκεφτώ.
    παράδειγμα  This takes time.
    Αυτό παίρνει χρόνο.
    παράδειγμα  It's time to go.
    Είναι ώρα/καιρός να φύγω/φύγουμε.
    παράδειγμα  Where were you all this time?
    Πού ήσουν όλη αυτή την ώρα;
    παράδειγμα  It’s time to feed the baby.
    Είναι ώρα να φάει το μωρό.
    παράδειγμα  It’s time for bed/school/work.
    Είναι ώρα για ύπνο/σχολείο/δουλειά.
    παράδειγμα  It’s time for us to go/for you to tell me the truth.
    Είναι ώρα να φύγουμε/να μου πείτε την αλήθεια.
    παράδειγμα  He came at the right time.
    Ήρθε την κατάλληλη ώρα.
    παράδειγμα  Now is the time to tell him.
    Τώρα είναι η ώρα να του το πεις.
    παράδειγμα  Come any time you want.
    Έλα ό,τι ώρα θέλεις.
    παράδειγμα  I will tell you the events in detail some other time, when I have it (=the time).
    Θα σας διηγηθώ άλλοτε, όταν θα έχω καιρό, τα γεγονότα με λεπτομέρειες.
    παράδειγμα  We’ll talk again some other time.
    Κάποτε άλλοτε τα ξαναλέμε.
  5. (μη μετρήσιμο) ο χρόνος, ο καιρός, η ώρα, ο διαθέσιμος χρόνος για εργασία, ανάπαυση κτλ.
    παράδειγμα  I spend my free time reading.
    Περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου διαβάζοντας.
    παράδειγμα  I have a lot/a little time available.
    Έχω πολύ/λίγο χρόνο στη διάθεσή μου.
    παράδειγμα  I am wasting my time.
    Σπαταλώ το χρόνο μου.
    παράδειγμα  This job will take me a lot of time.
    Aυτή η δουλειά θα μου πάρει πολύ χρόνο.
    παράδειγμα  It will cost me time and money.
    Θα μου κοστίσει χρόνο και χρήμα.
    παράδειγμα  There is no time to lose.
    Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο./Δεν έχουμε ώρα/καιρό για χάσιμο.
    παράδειγμα  I have no time available.
    Δεν έχω διαθέσιμο καιρό.
    παράδειγμα  I spend my time.
    Περνώ τον καιρό μου.
    παράδειγμα  He found the time to come and worry her with questions, just when she was busy cooking dinner!
    Βρήκε την ώρα να έρθει και να την παιδεύει με ερωτήσεις, ακριβώς όταν ήταν απασχολημένη με το μαγείρεμα!
    παράδειγμα  I didn’t have the time/find the time to finish it yesterday.
    Δεν πρόλαβα να το τελειώσω χτες.
    παράδειγμα  -“Did you cook?” -“I had no time”.
    -«Μαγείρεψες;» -«Δεν πρόλαβα
    παράδειγμα  I’m afraid that we won’t have the time to visit Mykonos.
    Φοβάμαι πως δε θα προλάβουμε να επισκεφτούμε τη Μύκονο.
    παράδειγμα  When did the room have the time to clear out?/When was there time for the room to clear out?
    Πότε πρόλαβε και άδειασε η αίθουσα;
    παράδειγμα  I didn’t have the time to go and see him.
    Δεν ευκαίρησα να πάω να τον ιδώ.
  6. (a time, μόνο στον ενικό) ο χρόνος, η ώρα, η στιγμή, ένα χρονικό διάστημα, είτε μεγάλο είτε σύντομο, κατά το οποίο κάνω κάτι ή κάτι συμβαίνει
    παράδειγμα  I didn’t find a time to talk to him.
    Δε βρήκα χρόνο να του μιλήσω.
    παράδειγμα  He came at an awkward time.
    Ήρθε μια ανάποδη ώρα.
    παράδειγμα  This is not a time for jokes.
    Δεν είναι ώρα για αστεία.
    παράδειγμα  It’s a happy/sad time for all of us.
    Είναι μια ευτυχισμένη/θλιβερή ώρα για όλους μας.
    παράδειγμα  at a time when I least expected it - σε μια στιγμή που δεν το περίμενα πια
    παράδειγμα  for a short span of time - για ένα μικρό χρονικό διάστημα
    παράδειγμα  He was the director in my time.
    Ήταν ο διευθυντής στην εποχή μου.
  7. (μη μετρήσιμο ή στον πληθυντικό) η εποχή, ο καιρός, τα χρόνια, οι χρόνοι, μια περίοδος ιστορίας που συνδέεται με συγκεκριμένα γεγονότα ή εμπειρίες στη ζωή των ανθρώπων
    παράδειγμα  in old times - την παλιά εποχή
    παράδειγμα  She was ahead of her time.
    Προπορευόταν της εποχής της.
    παράδειγμα  He was the leading poet of his time.
    Ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής της εποχής του.
    παράδειγμα  in the times of Napoleon - τον καιρό του Ναπολέοντα
    παράδειγμα  a sign of the times - σημεία των καιρών
    παράδειγμα  Times were hard at the end of the war.
    Οι καιροί ήταν δύσκολοι στο τέλος του πολέμου.
    παράδειγμα  From the times of Homer’s to ours…
    Aπό τα χρόνια του Ομήρου ως τα δικά μας…
    παράδειγμα  in ancient/Byzantine times - στους αρχαίους/στους βυζαντινούς χρόνους
    παράδειγμα  in times of war - τα χρόνια του πολέμου
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη era
  8. (μετρήσιμο) η στιγμή, η φορά, η ώρα, μια περίσταση όταν κάνω κάτι ή όταν κάτι συμβαίνει
    παράδειγμα  Where were you at the time of the murder?
    Πού ήσουν τη στιγμή του φόνου;
    παράδειγμα  It’s weird and great at the same time.
    Είναι περίεργο και ωραίο την ίδια στιγμή.
    παράδειγμα  He stood by her as a loyal partner in all the difficult times.
    Της στάθηκε πιστός σύντροφος σε όλες τις δύσκολες στιγμές.
    παράδειγμα  The book has a different title this time.
    Το βιβλίο έχει ένα διαφορετικό τίτλο αυτή την φορά.
    παράδειγμα  I am waiting for the right time.
    Περιμένω να έρθει η ώρα μου.
    παράδειγμα  He’s doing two jobs at the same time.
    Κάνει δύο δουλειές ταυτόχρονα.
     συνώνυμα: moment
  9. (μετρήσιμο) η στιγμή, ένα γεγονός που βιώνω με έναν ιδιαίτερο τρόπο
    παράδειγμα  I had a rough time.
    Πέρασα δύσκολες στιγμές.
    παράδειγμα  He has his good times and his bad.
    Έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές.
  10. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χρόνος, πόσος χρόνος χρειάζεται κάποιος για να τρέξει έναν αγώνα ή να ολοκληρώσει μια εργασία
    παράδειγμα  I do something in record time.
    Κάνω κάτι σε χρόνο ρεκόρ.
    παράδειγμα  He ran the 100 meters in very good time.
    Έτρεξε τα 100 μ. σε πολύ καλό χρόνο.
    παράδειγμα  Our athletes improved their time in this year’s games.
    Οι αθλητές μας βελτίωσαν το χρόνο τους στους φετινούς αγώνες.
  11. (οικείο, ιδιωματισμός) μέσα (στη φυλακή, διάρκεια έκτισης ποινής)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας time
γ΄ ενικό ενεστώτα times
αόριστος timed
παθητική μετοχή timed
ενεργητική μετοχή timing

time (en)

  1. χρονομετρώ, μετράω πόσο χρόνο χρειάζεται για να συμβεί κάτι ή για να κάνει κάποιος κάτι
    παράδειγμα  I timed my lecture so that it doesn’t go over one hour.
    Χρονομέτρησα τη διάλεξή μου, για να μην ξεπεράσει τη μία ώρα.
  2. κανονίζω να κάνω κάτι ή κανονίζω να συμβεί κάτι σε μια συγκεκριμένη στιγμή
    παράδειγμα  He timed his arrival to coincide with mine.
    Κανόνισε την άφιξή του να συμπέσει με τη δική μου.
    παράδειγμα  His remark was well-timed/ill-timed.
    Η παρατήρηση ειπώθηκε σε κατάλληλη στιγμή/σε ακατάλληλη στιγμή.



ενικός πληθυντικός
time times

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

time (pt) αρσενικό