have a good time

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
have a good time < → δείτε τις λέξεις have, a, good και time

Έκφραση

[επεξεργασία]

have a good time (en)

  • (ιδιωματισμός) περνάω κάλα
    ⮡  The guests at the party had a good time.
    Οι καλεσμένοι στο γλέντι πέρασαν κάλα.
    ⮡  Have a good time!
    Καλά να περάσατε!

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]