moment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
moment | moments |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
moment (en)
- η στιγμή, μια συγκεκριμένη στιγμή στη ζωή κάποιου, ή κατά τη διάρκεια ενός γεγονότος ή της εξέλιξης κάτι
- ↪ He stood by her as a loyal partner in all the difficult moments.
- Της στάθηκε πιστός σύντροφος σε όλες τις δύσκολες στιγμές.
- ↪ He stood by her as a loyal partner in all the difficult moments.
- (μηχανική) η ροπή
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
moment | moments |
moment (fr) αρσενικό
- η στιγμή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- à ce moment, en ce moment, à aucun moment
- au moment de
- au moment où, dans le moment que, dans le moment où
- d’un moment à l’autre
- du moment que
- à tout moment
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
moment (pl) αρσενικό
- η στιγμή