στιγμή
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | στιγμή | στιγμές |
γενική | στιγμής | στιγμών |
αιτιατική | στιγμή | στιγμές |
κλητική | στιγμή | στιγμές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιγμή < αρχαία ελληνική στιγμή
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στιγμή θηλυκό
- μικρό χρονικό διάστημα
- η κατάλληλη ευκαιρία
- περίσταση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
- (γλωσσολογία) σημείο στίξης με το οποίο χωρίζονται οι περίοδοι
- (μουσική) σημείο που τοποθετείται πάνω ή δίπλα στο σημείο της νότας, μεταβάλλοντας την ποιότητα ή την έντασή της
- (τυπογραφία) η μικρότερη μονάδα μέτρησης μεγέθους (1στ.=0,3528 χιλ.) των τυπογραφικών στοιχείων· δώδεκα στιγμές κάνουν ένα τετράγωνο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ανά πάσα στιγμή : οποτεδήποτε
- από στιγμή σε στιγμή : πολύ σύντομα
- μέχρι στιγμής: μέχρι τώρα, μέχρι αυτήν τη στιγμή
- (ούτε) στιγμή : καθόλου
- στη στιγμή : αμέσως
- την τελευταία στιγμή : στο τελευταίο χρονικό όριο, στο παρά πέντε
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελάχιστο χρονικό διάστημα
μονάδα της τυπογραφίας
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | στιγμή | στιγμά | στιγμαί |
Γενική | στιγμῆς | στιγμαῖν | στιγμῶν |
Δοτική | στιγμῇ | στιγμαῖν | στιγμαῖς |
Αιτιατική | στιγμήν | στιγμά | στιγμάς |
Κλητική | στιγμή | στιγμά | στιγμαί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιγμή < στίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στιγμή θηλυκό