στιγμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στιγμή οι στιγμές
      γενική της στιγμής των στιγμών
    αιτιατική τη στιγμή τις στιγμές
     κλητική στιγμή στιγμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στιγμή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στιγμή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stiɣˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στιγ‐μή
παλιότερος συλλαβισμός: στι‐γμή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στιγμή θηλυκό

  1. μικρό χρονικό διάστημα
  2. η κατάλληλη ευκαιρία
  3. περίσταση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
  4. (γραμματική, παρωχημένο) τελεία (σημείο στίξης)
    άνω στιγμή, διπλή στιγμή
  5. (μουσική) σημείο που τοποθετείται πάνω ή δίπλα στο σημείο της νότας, μεταβάλλοντας την ποιότητα ή την έντασή της
  6. (τυπογραφία) η μικρότερη μονάδα μέτρησης μεγέθους (1/72ο της ίντσας ή 1στ.=0,3528 χιλ.) των τυπογραφικών στοιχείων· δώδεκα στιγμές κάνουν ένα τετράγωνο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα στιγμ-

για άλλα θέματα → δείτε στίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στιγμή αἱ στιγμαί
      γενική τῆς στιγμῆς τῶν στιγμῶν
      δοτική τῇ στιγμ ταῖς στιγμαῖς
    αιτιατική τὴν στιγμήν τὰς στιγμᾱ́ς
     κλητική ! στιγμή στιγμαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στιγμᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  στιγμαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στιγμή < στίζω *στιγ-jω στιγ- + -μή[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στιγμή θηλυκό

  1. στίγμα, σημάδι, νύγμα
  2. μικρό χρονικό διάστημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα στιγμ-

για άλλα θέματα → δείτε στίζω

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]