στίξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στίξη οι στίξεις
      γενική της στίξης* των στίξεων
    αιτιατική τη στίξη τις στίξεις
     κλητική στίξη στίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στίξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στίξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στίξις (σημάδεμα), Δείτε και στίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsti.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στί‐ξη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στίξη θηλυκό

  1. (γραμματική, σημεία στίξης) τα γραπτά σύμβολα για τον επιτονισμό, τον χρωματισμό, τις παύσης στον προφορικό μας λόγο
    → δείτε σημείο στίξης
  2. η χάραξη στιγμών, στιγμάτων

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα στιξ-

θέμα στικτ-

για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη στίζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]