σύμβολο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύμβολο | τα | σύμβολα |
γενική | του | συμβόλου & σύμβολου |
των | συμβόλων |
αιτιατική | το | σύμβολο | τα | σύμβολα |
κλητική | σύμβολο | σύμβολα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύμβολο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμβολον (τεκμήριο αναγνώρισης) < συμβάλλω (βάζω μαζί)
- σχήμα παράστασης έννοιας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική symbole < λατινική symbolum < αρχαία ελληνική σύμβολον [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsiɱ.vo.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐βο‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύμβολο ουδέτερο
- σχήμα, ή σχήμα γράμματος, τυπογραφικού χαρακτήρα που παριστάνει κάποια έννοια, αντικείμενο συνήθως θυμίζοντάς το συνειρμικά
- ↪ Το σύμβολο
ενός θαυμαστικού μέσα σε τρίγωνο δηλώνει κίνδυνο.
- → δείτε τους όρους γράμμα, ψηφίο, σημείο στίξης και διακριτικό
- ↪ Στα μαθηματικά το ∑ όπως το ελληνικό κεφαλαίο σίγμα Σ είναι το σύμβολο της λέξης «σύνολο».
- ↪ Το σύμβολο
- (πληροφορική-μεταγλώττιση) → δείτε τον όρο λεκτική μονάδα προγράμματος (αγγλικά: token)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική:
χριστιανισμός
- σύμβολο της πίστεως (το πιστεύω, μικρό κείμενο που περιλαμβάνει τις βάσεις της πίστης στο Θεό)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύμβολο
|
[επεξεργασία]
- ↑ σύμβολο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σύμ- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταγλώττιση - πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)