ψηφίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψηφίο τα ψηφία
      γενική του ψηφίου των ψηφίων
    αιτιατική το ψηφίο τα ψηφία
     κλητική ψηφίο ψηφία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψηφίο < μεσαιωνική ελληνική ψηφίον < αρχαία ελληνική ψῆφος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /psiˈfi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψηφίο ουδέτερο

  1. σύμβολο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα σύμβολα για την αναπαράσταση ενός αριθμού
    ο αριθμός 89,34 έχει τέσσερα ψηφία στο δεκαδικό σύστημα αναπαράστασης
  2. γράμμα του αλφαβήτου
  3. ψηφίδα

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]