τυπογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τυπογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική typographique[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική typographic[2] < αρχαία ελληνική τύπος + γράφω
Επίθετο
[επεξεργασία]τυπογραφικός
- (τυπογραφία) που έχει σχέση με τον τυπογράφο ή την τυπογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) τυπογραφικά: τα διορθωτέα λάθη σ’ ένα εκτυπωμένο κείμενο
- (ουσιαστικοποιημένο) τυπογραφικό: δεκαεξασέλιδο εκτυπωμένων και στις δύο όψεις σελίδων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- τυπογραφικά
- τυπογραφικό
- → δείτε τις λέξεις τυπογραφία, τύπος και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυπογραφικός
- ↑ τυπογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 τυπογραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)