δύο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δύο < αρχαία ελληνική δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο)
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
δύο
- απόλυτο αριθμητικό, αριθμός επόμενος του ένα και ο προηγούμενος του τρία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δύο
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δύο < πρωτοελληνική *dúwō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwóh₁ (δύο)
Αριθμητικό[επεξεργασία]
δύο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- δύο στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «δύο» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Αριθμητικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Αριθμητικά (αρχαία ελληνικά)