διετής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διετής < αρχαία ελληνική διετής
Επίθετο[επεξεργασία]
διετής, -ής, -ές (γενική διετούς)
- που διαρκεί δύο χρόνια
- που έχει ηλικία δύο χρόνων, δίχρονος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διετής
→ δείτε τη λέξη δίχρονος |
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διετής