δίχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίχρονος | η | δίχρονη | το | δίχρονο |
γενική | του | δίχρονου | της | δίχρονης | του | δίχρονου |
αιτιατική | τον | δίχρονο | τη | δίχρονη | το | δίχρονο |
κλητική | δίχρονε | δίχρονη | δίχρονο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίχρονοι | οι | δίχρονες | τα | δίχρονα |
γενική | των | δίχρονων | των | δίχρονων | των | δίχρονων |
αιτιατική | τους | δίχρονους | τις | δίχρονες | τα | δίχρονα |
κλητική | δίχρονοι | δίχρονες | δίχρονα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δίχρονος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίχρονος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði.xɾo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐χρο‐νος
Επίθετο
[επεξεργασία]δίχρονος, -η, -ο
- (γραμματική) τα φωνήεντα α, ι, υ που ήταν στα αρχαία ελληνικά είτε μακρόχρονα, είτε βραχύχρονα
- → δείτε προσωδία
- (αρχαία μετρική) συλλαβή που είχε δύο μετρικούς χρόνους, δύο μόρες
- (μηχανική) κινητήρας εσωτερικής καύσης που παράγει έργο σε δύο χρόνους σε κάθε κύκλο
- (για πρόσωπα) που είναι δύο ετών
- που διήρκεσε δύο χρόνια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διχρονίζω
- διχρονίτικος
- δίχρονο (ουδέτερο)
→ και δείτε τις λέξεις δις, δύο και χρόνος
δίχρονος τρίχρονος τετράχρονος πεντάχρονος εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δίχρονα φωνήεντα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 δίχρονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δίχρονος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + -χρονος < αρχαία ελληνική χρόνος
Επίθετο
[επεξεργασία]δίχρονος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) με δύο χρόνους
Πηγές
[επεξεργασία]- δίχρονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δί- από το δίσ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -χρονος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Μετρική (νέα ελληνικά)
- Μηχανική (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Λέξεις με πρόθημα δί- από το δίσ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -χρονος (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Μετρική (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)