πεντάχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πεντάχρονος, -η, -ο
- που διαρκεί πέντε χρόνια
- που έχει ηλικία πέντε χρόνων, πέντε ετών
- (μουσική), (ποίηση) που αποτελείται από πέντε χρόνους
Συγγενικά[επεξεργασία]
δίχρονος τρίχρονος τετράχρονος πεντάχρονος εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πεντάχρονος
|