χρόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο χρόνος οι χρόνοι τα χρόνια
      γενική του χρόνου των χρόνων
    αιτιατική τον χρόνο τους χρόνους τα χρόνια
     κλητική χρόνε χρόνοι χρόνια
Η δοτική χρόνω (χρόνῳ) επιβιώνει σε τυποποιημένες εκφράσεις.
Και γενική πληθυντικού (προφορικό) για ηλικία: χρονών, χρονώ
Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρόνος< κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική χρόνος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈxɾo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρό‐νος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρόνος αρσενικό

  1. (στον ενικό)
     συνώνυμα: καιρός
    1. εξέλιξη, διαδοχή, ροή των γεγονότων στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον
      Ο χρόνος κυλάει αδιάκοπα και αναπότρεπτα.
      ※  γιατί άπιστος κρέμεται ο Χρόνος στον άνθρωπο επάνω και της ζωής κλωθοστρίβει τους δρόμους (απόδοση Γρυπάρη, Πίνδαρος, Ισθμιονίκης VIII)
      ※  Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
      Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
      Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
      Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
      Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
      Απόσπασμα στίχων από το ποίημα Η Μαρίνα των βράχων του Οδυσσέα Ελύτη.
    2. χρονική διάρκεια
      Δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου.
      Έχεις χρόνο να τα πούμε μετά;
  2. (με πληθυντικό, αρσενικό οι χρόνοι ή και ουδέτερο τα χρόνια)
    1. ημερομηνία ή χρονολογία
    2. η ιστορική περίοδος
      στα βυζαντινά χρόνια
  3. (με πληθυντικό μόνον ουδέτερο: τα χρόνια)
     συνώνυμα: έτος, χρονιά
    1. η περίοδος δώδεκα μηνών, το έτος, η χρονιά
      Πόσα χρόνια έχουμε να ιδωθούμε!
      Ένας χρόνος πέρασε από τότε που συναντηθήκαμε για τελευταία φορά.
    2. διδακτικό έτος εννέα περίπου μηνών, σχολική χρονιά
    3. η ηλικία
      Να 'χα τα χρόνια σου! (να ήμουν νέος σαν κι εσένα)
  4. (με γενική πληθυντικού: χρόνων και προφορικό: χρονών & χρονώ) μονάδα μέτρησης της ηλικίας
    Το παιδί έγινε κιόλας δύο χρονών.
    ένας νέος είκοσι χρόνων
     συνώνυμα: ετών
  5. (με πληθυντικό μόνον αρσενικό: οι χρόνοι)
    1. (αθλητισμός) το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ένας αθλητής ολοκληρώνει την προσπάθειά του
      Ο δρομέας κάλυψε την απόσταση σε χρόνο ρεκόρ.
    2. φάση μιας διαδικασίας
      Ο τετράχρονος κινητήρας ολοκληρώνει έναν κύκλο σε τέσσερις χρόνους.
    3. (γραμματική) ρηματικός τύπος που φανερώνει πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα
      Ο ενεστώτας χρόνος δηλώνει μια πράξη που γίνεται στο παρόν.
      → δείτε τις λέξεις ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος, μέλλων, παρακείμενος και υπερσυντέλικος
    4. (μετρική) η ελάχιστη μετρική μονάδα στην αρχαία ελληνική μετρική, που στηρίζεται στην προσωδία
    5. (μουσική) μονάδα μέτρησης της χρονικής διάρκειας ενός ήχου (φθόγγου) ή παύσης όπως ορίζεται από τη μουσική σημειογραφία
      Να μετράς τους χρόνους για κάθε αξία: τέσσερις για το ολόκληρο, δύο για το μισό.
       συνώνυμα: αξία
    6. (μουσική) η ρυθμική οργάνωση της μουσικής σε ισόχρονες διαδοχικές κινήσεις· γράφεται στη μουσική σημειογραφία ως κλάσμα αριθμού κινήσεων προς τις διάρκειες αξιών
      Το βαλς είναι χορός σε τρεις χρόνους· μετριέται σε τρία τέταρτα 3/4.
       συνώνυμα: ρυθμική αγωγή, ρυθμός
Μετρώντας τον χρόνο γύρω στο 1530 μ.Χ.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις εκφράσεις στο  με τη λέξη χρονιά & με τη λέξη χρόνια

Μέτρηση χρόνου με κλεψύδρα.

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
χρον- 

Σύνθετα

[επεξεργασία]

και

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χρόνος οἱ χρόνοι
      γενική τοῦ χρόνου τῶν χρόνων
      δοτική τῷ χρόν τοῖς χρόνοις
    αιτιατική τὸν χρόνον τοὺς χρόνους
     κλητική ! χρόνε χρόνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρόνω
γεν-δοτ τοῖν  χρόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μέτρηση χρόνου με οριζόντιο ηλιακό ρολόι -στον Εθνικό Κήπο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρόνος < αβέβαιης ετυμολογίας με προτάσεις ετυμολόγησης από διαφορετικές ινδεοευρωπαϊκές ρίζες. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρόνος αρσενικό

  1. χρόνος, χρονική στιγμή, χρονική περίοδος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 981
    ἀλλ᾽ ἐκδιδάσκει πάνθ᾽ ὁ γηράσκων χρόνος.
    Μα όλα ο χρόνος που γερνά μας τα μαθαίνει.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 286
    χρόνος καθαίρει πάντα γηράσκων ὁμοῦ.
    Όλα ο καιρός όσο γερνά και πάει, τα σβήνει.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 714
    πάνθ᾽ ὁ μέγας χρόνος μαραίνει·
    Όλα τα σβήνει ο μέγας χρόνος,
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 614
    χρόνος δίκαιον ἄνδρα δείκνυσιν μόνος
    τον άνθρωπο το δίκαιο ο χρόνος δικαιώνει.
    Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  5ος/4oς πκε αιώνας Ανδοκίδης, Περὶ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης, 29 @scaife.perseus.org
    σπονδὰς ποιησάμενοι καὶ συνθέμενοι φιλίαν εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον,
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Φυσικά 4.12, 220b @scaife.perseus
    οὐ μόνον δὲ τὴν κίνησιν τῷ χρόνῳ μετροῦμεν, ἀλλὰ καὶ τῇ κινήσει τὸν χρόνον διὰ τὸ ὁρίζεσθαι ὑπʼ ἀλλήλων· ὁ μὲν γὰρ χρόνος ὁρίζει τὴν κίνησιν ἀριθμὸς ὢν αὐτῆς, ἡ δὲ κίνησις τὸν χρόνον. καὶ λέγομεν πολὺν καὶ ὀλίγον χρόνον τῇ κινήσει μετροῦντες, καθάπερ καὶ τῷ ἀριθμητῷ τὸν ἀριθμόν, οἷον τῷ ἑνὶ ἵππῳ τὸν τῶν ἵππων ἀριθμόν.
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Φυσικά 4.11, 219a @scaife.perseus
    φανερὸν ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνευ κινήσεως καὶ μεταβολῆς χρόνος. ὅτι μὲν οὖν οὔτε κίνησις οὔτʼ ἄνευ κινήσεως ὁ χρόνος [*] ἐστί, φανερόν· ληπτέον δέ, ἐπεὶ ζητοῦμεν τί ἐστιν ὁ χρόνος, ἐντεῦθεν ἀρχομένοις, τί τῆς κινήσεώς ἐστιν. ἅμα γὰρ κινήσεως αἰσθανόμεθα καὶ χρόνου·
    ※  4ος πκε αιώνας Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 159
    Καταγαγούσης δ᾽ αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν τῆς ἀπροσδοκήτου σωτηρίας, τοὺς μὲν πρώτους χρόνους ὑπότρομος ἦν ἅνθρωπος,
    Όταν όμως η απροσδόκητη σωτηρία μας τον έφερε πίσω στην πόλη, τον πρώτο καιρό ήταν ένας τρομοκρατημένος άνθρωπος·
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  2. εποχή του έτους
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 1, 4.12 @scaife.perseus
    τὸ δὲ καὶ τὰς τῶν ἀφροδισίων ἡδονὰς τοῖς μὲν ἄλλοις ζῴοις δοῦναι περιγράψαντας τοῦ ἔτους χρόνον, ἡμῖν δὲ συνεχῶς μέχρι γήρως ταῦτα παρέχειν.
  3. διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, ηλικία
    τεσσαράκοντα χρόνους ἐνιαυτῶν: διάρκειας 40 ετών
  4. βραδύτητα, αργοπορία
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 163 @scaife.perseus
    οὐκ ἀνέμειναν τὸν κήρυκα οὐδʼ ἐνεποίησαν χρόνον οὐδένα,
    χρόνους ἐμποιεῖν: κωλυσιεργώ, καθυστερώ
  5. (γραμματική) χρόνος ρήματος
  6. (γραμματική, μετρική) ποσότητα διάρκεια συλλαβής, η ελάχιστη υποδιαίρεση του μετρικού ποδός
  7. (μουσική) διαίρεση του μέτρου

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
χρον- 

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως