ἐν χρόνῳ ὀλίγῳ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐν χρόνῳ ὀλίγῳ < → δείτε τις λέξεις ἐν, χρόνῳ και ὀλίγῳ

Έκφραση

[επεξεργασία]

ἐν χρόνῳ ὀλίγῳ

  • πολύ σύντομα, μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 39.3
    ἐν χρόνῳ δὲ ὀλίγῳ αὐτίκα τοῦ Πολυκράτεος τὰ πρήγματα ηὔξετο καὶ ἦν βεβωμένα ἀνά τε τὴν Ἰωνίην καὶ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα·
    Πολύ σύντομα η δύναμη του Πολυκράτη αυξήθηκε και έγινε διαβόητη στην Ιωνία και στην υπόλοιπη Ελλάδα·
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 7, 1.23
    οἱ δὲ αὐτοὶ ὑφ᾽ ἑαυτῶν ταττόμενοι οἵ τε ὁπλῖται ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ εἰς ὀκτὼ ἐγένοντο καὶ οἱ πελτασταὶ ἐπὶ τὸ κέρας ἑκάτερον παρεδεδραμήκεσαν.
    Μα εκείνοι και χωρίς διαταγή συντάχτηκαν· έτσι μέσα σε λίγη ώρα και οι οπλίτες μπήκαν στη γραμμή που είχε οχτώ άντρες βάθος, και οι πελταστές έτρεξαν και τοποθετήθηκαν στα δυο άκρα του στρατού.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr