πολύ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολύ < επίθετο πολύς
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πολύ
- σε μεγάλο βαθμό, όχι λίγο
- τρώει πολύ, γι' αυτό έχει παχύνει έτσι
- δε σε βλέπω πολύ καλά
- σ'αγαπώ πολύ
- πριν από επίθετα μετοχές ή επιρρήματα, δηλώνει τον υπερθετικό βαθμό
- πολύ καλός, πολύ όμορφη
- πολύ ευχαριστημένος
- πολύ καλά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- για πολύ : για μεγάλο χρονικό διάστημα
- λίγο πολύ : κατά κάποιον τρόπο
- ούτε λίγο ούτε πολύ : κατά προσέγγιση, με άλλα λόγια
- πολύ θέλει να... ; / δεν θέλει πολύ να... : για κάτι (συνήθως κακό) που έχεις πολλές πιθανότητες να συμβεί εάν δεν υπάρξει η απαραίτητη προσοχή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύ
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πολύ