υπερθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερθετικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερθετικός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + θετικός.
Επίθετο[επεξεργασία]
υπερθετικός, -ή, -ό
- (γραμματική) βαθμός παραθετικών επιθέτου ή επιρρήματος που φανερώνει ότι η λέξη κατέχει την ιδιότητα που δηλώνει σε πολύ μεγάλο βαθμό
- το "μέγιστος" είναι ο υπερθετικός βαθμός του "μεγάλος" και σημαίνει "πολύ μεγάλος"
- → δείτε και τον όρο συγκριτικός
- το "μέγιστος" είναι ο υπερθετικός βαθμός του "μεγάλος" και σημαίνει "πολύ μεγάλος"
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- σχετικός υπερθετικός: δηλώνει ότι η λέξη κατέχει την ιδιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό από όλα τα άλλα στοιχεία του εξεταζόμενου συνόλου
- ο σχετικός υπερθετικός του επιθέτου "μεγάλος" είναι "ο μεγαλύτερος"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραθετικό
[επεξεργασία]
- ↑ υπερθετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)