συγκριτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συγκρητικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκριτικός η συγκριτική το συγκριτικό
      γενική του συγκριτικού της συγκριτικής του συγκριτικού
    αιτιατική τον συγκριτικό τη συγκριτική το συγκριτικό
     κλητική συγκριτικέ συγκριτική συγκριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκριτικοί οι συγκριτικές τα συγκριτικά
      γενική των συγκριτικών των συγκριτικών των συγκριτικών
    αιτιατική τους συγκριτικούς τις συγκριτικές τα συγκριτικά
     κλητική συγκριτικοί συγκριτικές συγκριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκριτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκριτικός )αρχαία σημασία: συνδυαστικός) & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική comparative [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐γκρι‐τι‐κός
παλιότερος συλλαβισμός: συγ‐κρι‐τι‐κός
ομόηχο: συγκρητικός

Επίθετο[επεξεργασία]

συγκριτικός, -ή, -ό

  1. που συγκρίνει ή χρησιμοποιεί ως μέθοδο τη σύγκριση
    συγκριτική μελέτη
    συγκριτική γλωσσολογία
  2. που προσφέρεται προς σύγκριση
    συγκριτικά στοιχεία
    συγκριτικό πλεονέκτημα
  3. (γραμματική) βαθμός σύγκρισης παραθετικών των επιθέτων και επιρρημάτων
    Το «χειρότερος» είναι μονολεκτικός συγκριτικός βαθμός του επιθέτου «κακός».
    → δείτε και τον όρο υπερθετικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις συγκρίνω και κρίνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
συγκρῐτικο-
ονομαστική συγκριτικός συγκριτική τὸ συγκριτικόν
      γενική τοῦ συγκριτικοῦ τῆς συγκριτικῆς τοῦ συγκριτικοῦ
      δοτική τῷ συγκριτικ τῇ συγκριτικ τῷ συγκριτικ
    αιτιατική τὸν συγκριτικόν τὴν συγκριτικήν τὸ συγκριτικόν
     κλητική ! συγκριτικέ συγκριτική συγκριτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συγκριτικοί αἱ συγκριτικαί τὰ συγκριτικᾰ́
      γενική τῶν συγκριτικῶν τῶν συγκριτικῶν τῶν συγκριτικῶν
      δοτική τοῖς συγκριτικοῖς ταῖς συγκριτικαῖς τοῖς συγκριτικοῖς
    αιτιατική τοὺς συγκριτικούς τὰς συγκριτικᾱ́ς τὰ συγκριτικᾰ́
     κλητική ! συγκριτικοί συγκριτικαί συγκριτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συγκριτικώ τὼ συγκριτικᾱ́ τὼ συγκριτικώ
      γεν-δοτ τοῖν συγκριτικοῖν τοῖν συγκριτικαῖν τοῖν συγκριτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκριτικός < συγκρί(νω) + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

συγκριτικός, -ή, -όν

  1. συνδυαστικός
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. συγκριτικός, που συγκρίνει
    2. (γραμματική) o συγκριτικός βαθμός σύγκρισης
      ουσιαστικοποιημένο: εννοείται η λέξη ὄνομα (δηλαδή, όνομα επίθετο)
      τὰ συγκριτικά ( ὀνόματα)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]