συγκρίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκρίνω < αρχαία ελληνική συγκρίνω < σύν + κρίνω
Ρήμα
[επεξεργασία]συγκρίνω
- βρίσκω τις διαφορές και τις ομοιότητες μεταξύ δύο αντικειμένων
- κάνω τη νοητή πράξη μεταξύ δύο ή περισσοτέρων αντικειμένων κατά την οποία προκύπτει η σειρά των αντικειμένων με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία ως προς μία κοινή τους ιδιότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκρίνω