σύν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συν, συν-

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σύν < παράλληλος παλαιός αττικός τύποςξύν, αβέβαιης ετυμολογίας αλλά πιθανόν συγγενούς ρίζας με τη λέξη κοινός και ίσως με τη λατινική cum (με) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   → δείτε και  σύν στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πρόθεση

[επεξεργασία]

σύν

  1. με κάποιον, με τη συνοδεία του, με τη συνδρομή του, ομού, από κοινού, συγχρόνως
    ⮡  σὺν θεῷ
    ⮡  οἱ σύν αὐτῷ (οι φίλοι, οι οπαδοί του)
    ⮡  θύελλαι σὺν βορέῃ και ἄνεμος σὺν λαίλαπι
  1. περιλαμβανομένου και ...
    ⮡  τοῦ Πειραιῶς συν Μουνυχίᾳ (του Πειραιά, συμπεριλαμβανομένης και της Μουνιχίας)
  2. μη περιλαμβανομένου, επιπλέον, το συν αθροιστικά
    ⮡  ἔξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳ (έξη χωρίς εμένα, που ήμουν ο έβδομος, έξη συν ένας εγώ, επτά)
    ⮡  αἱ γὰρ καμπαὶ τέτταρες, ἢ δύο σύν τοῖς πτερυγίοις
  3. μέσον, τρόπο
    ⮡  πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ
    ⮡  σὺν δίκᾳ (με δίκαιο τρόπο, δηλαδή δικαίως)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

και δείτε

Συνώνυμα

[επεξεργασία]