cum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cum (en)
- το ανδρικό σπέρμα
- τα υγρά του γυναικείου οργασμού
Ρήμα[επεξεργασία]
cum (en)
- (αργκό) φτάνω (σε οργασμό), χύνω (εκσπερματώνω)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cum < (ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) ) *kom. Συγγενές: (αρχαία ελληνική ) συν-
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
cum (la) (+ αφαιρετική). Στις σύνθετες λέξεις απαντούν και οι τύποι com-, con-, co-.
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
cum (la) (αιτιολογικός + υποτακτική[1])
[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
cum (la) (χρονικός: ιστορικός ή διηγηματικός, αντίστροφος, επαναληπτικός)
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Υποσημειώσεις[επεξεργασία]
- ↑ Ο λόγος που έχουμε την υποτακτική είναι επειδή συνήθως η αιτιολογία είναι το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής, λογικής διεργασίας
Ρουμανικά (ro) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
cum (ro)
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
cum (ro)