αφαιρετική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφαιρετική θηλυκό
- (γραμματική, εννοείται η αφαιρετική πτώση) πτώση που δηλώνει την αφαίρεση και κατ᾿ επέκταση την απομάκρυνση· στα ελληνικά η πτώση αυτή είχε ήδη αχρηστευθεί πριν τη γνωστή αρχαιότητα και οι χρήσεις της πέρασαν στις πλάγιες πτώσεις της γενικής και δοτικής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αφαιρετική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αφαιρετικός