ablativo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ablativo | ablativoj |
αιτιατική | ablativon | ablativojn |
ablativo (eo)
- (γραμματική) η αφαιρετική (πτώση)
Ίντο (io) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ablativo | ablativi |
ablativo (io)
- (γραμματική) η αφαιρετική (πτώση)
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ablativo (it) αρσενικό
- (γραμματική) η αφαιρετική (πτώση)
- (μεταφορικά) βρίσκομαι στα τελευταία μου