φορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φορά | οι | φορές |
γενική | της | φοράς | των | φορών |
αιτιατική | τη | φορά | τις | φορές |
κλητική | φορά | φορές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορά < αρχαία ελληνική φορά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορά θηλυκό
- ξεχωριστή περίπτωση, περίσταση ή περίοδος
- σου το είπα μια φορά, φτάνει· δε θα σου το πω και δεύτερη
- σήμερα πήγα τρεις φορές στην εφορία
- η κατεύθυνση, η διεύθυνση
- Ορθή αναφορά ονομάζεται, στη φυσική, οποιαδήποτε κυκλική κίνηση αντίθετης φοράς προς εκείνην των δεικτών του ωρολογίου
- Η φορά των πραγμάτων, μας οδηγεί δυστυχώς... (έτσι όπως εξελίσσονται, κατά εκεί που πάνε οι καταστάσεις..)
- (μαθηματικά) χρησιμοποιείται στον πολλαπλασιασμό αντί του επί
- κάποτε, σε εκφράσεις με το ρήμα σε παρελθοντικό χρόνο, με τάσεις αναπόλησης
- μια φορά με αγαπούσες, με πρόσεχες, είχαμε λεφτά, υπήρχαν σπουδαίοι ηγέτες
- αντί της λέξης φόρα (ορμή, απόκτηση ταχύτητας) σε αθλητικούς όρους
- άλμα άνευ φοράς
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- καμιά φορά:
- μια φορά:
- άπαξ
- μια φορά γεννιέται κανείς!
- για αποστασιοποίηση από μια ενέργεια, για να διαχωρίσει κάποιος τη θέση του, αντί του επιρρήματος πάντως, αλλά με λίγο εντονότερη αντίθεση από εκείνο
- Εγώ, μια φορά, στο είπα να μην πας!
- άπαξ
- μια φορά και έναν καιρό: γνωστή έναρξη παιδικών παραμυθιών
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περίπτωση - προς δήλωση επανάληψης
κατεύθυνση
→ δείτε τη λέξη κατεύθυνση |
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορά< φέρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορά θηλυκό
- μεταφορά
- πληρωμή, καταβολή φόρου
- εισφορά, έρανος
- η παραγωγή καρπών, καρπός, σοδειά
- κόμιστρο, αμοιβή για μεταφορά
- η γρήγορη κίνηση, η ορμητική
- η ορμή
- το βάρος, αυτό που μεταφέρεται, αυτό που κάποιος φέρει, το φορτίο
- η τροχιά