Mal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Mal (de) ουδέτερο
- η φορά
- ich habe es ihm hundertmal gesagt - του το είπα εκατό φορές