mal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Mal, mal-

Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mal (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: mali) (πληθυντικός male)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
ΔΦΑ : /mal/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mal (fr) αρσενικό

  1. το κακό
    Le bien et le mal - το καλό και το κακό
    il ne faut pas dire du mal des autres - δεν πρέπει να λέει κανείς κακό για τους άλλους
  2. j'ai mal à - πονάω
    j'ai mal aux dents - πονάνε τα δόντια μου

Επίρρημα[επεξεργασία]

mal (fr)

C'est mal de bâiller devant son interlocuteur - είναι άσχημο να χασμουριέται κανείς μπροστά στο συνομιλητή του



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Μόριο[επεξεργασία]

mal (de)

  • χρησιμοποιείται σε οικείες εκφράσεις
hör mal - άκου λίγο
sag mal - για πες
schau mal - για δες

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη mal-



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mal (ca)



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

mal (pt)

  1. μόλις που, ακόμα δεν καλο-



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mal (ro) ουδέτερο

  1. η όχθη