mal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mal (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: mali) (πληθυντικός male)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mal (fr) αρσενικό
- το κακό
- Le bien et le mal - το καλό και το κακό
- il ne faut pas dire du mal des autres - δεν πρέπει να λέει κανείς κακό για τους άλλους
- j'ai mal à - πονάω
- j'ai mal aux dents - πονάνε τα δόντια μου
Επίρρημα[επεξεργασία]
mal (fr)
- C'est mal de bâiller devant son interlocuteur - είναι άσχημο να χασμουριέται κανείς μπροστά στο συνομιλητή του
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Μόριο[επεξεργασία]
mal (de)
- χρησιμοποιείται σε οικείες εκφράσεις
- hör mal - άκου λίγο
- sag mal - για πες
- schau mal - για δες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη mal-
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mal (ca)
- ο πόνος
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
mal (pt)
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mal (ro) ουδέτερο
- η όχθη
Κατηγορίες:
- Αλβανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αλβανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Επιρρήματα (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Μόρια (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (καταλανικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Επιρρήματα (πορτογαλικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)