mal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Mal, mal-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mal (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: mali) (πληθυντικός male)



Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /mal/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mal (fr) αρσενικό

  1. το κακό
    Le bien et le mal - το καλό και το κακό
    il ne faut pas dire du mal des autres - δεν πρέπει να λέει κανείς κακό για τους άλλους
  2. j'ai mal à - πονάω
    j'ai mal aux dents - πονάνε τα δόντια μου

Επίρρημα

[επεξεργασία]

mal (fr)

C'est mal de bâiller devant son interlocuteur - είναι άσχημο να χασμουριέται κανείς μπροστά στο συνομιλητή του



Προφορά

[επεξεργασία]
 

mal (de)

  • χρησιμοποιείται σε οικείες εκφράσεις
hör mal - άκου λίγο
sag mal - για πες
schau mal - για δες

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



  • → δείτε τη λέξη mal-



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mal (ca)



Επίρρημα

[επεξεργασία]

mal (pt)

  1. μόλις που, ακόμα δεν καλο-



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mal (ro) ουδέτερο

  1. η όχθη