πόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόνος | οι | πόνοι |
γενική | του | πόνου | των | πόνων |
αιτιατική | τον | πόνο | τους | πόνους |
κλητική | πόνε | πόνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πόνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόνος (σκληρή δουλειά)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐νος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πόνος αρσενικό
- δυσάρεστο οδυνηρό αίσθημα που προκαλείται από κάποια δυσλειτουργία του σώματος, αρρώστια, φλεγμονή, χτύπημα κ.λπ.
- ⮡ Ο πόνος έγινε δυσβάσταχτος.
- δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που προέρχεται από άλλα συναισθήματα
- ⮡ Τον κοίταξε με πόνο.
- (σπάνιο, ιδιωματικό) μόχθος, κόπος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- αλλού με τρίβεις δέσποτα κι αλλού έχω εγώ τον πόνο
- γλυκός πόνος
- δώσε πόνο!
- καθένας με τον πόνο του
- με δέρνει ο πόνος
- μ' έναν πόνο
- μ' έφαγαν οι πόνοι
- με πόνο ψυχής
- μπρος τα κάλλη τι' ν' ο πόνος
- ξένος πόνος, ξένα δάκρυα
- οι πόνοι: οι ωδίνες του τοκετού
- παίζω με τον πόνο κάποιου
- πεθαίνω από τον πόνο ή πεθαίνω στον πόνο
- παίρνω (κάτι) επί πόνου
- πνίγω τον πόνο μου
- σβήνω τον πόνο μου
- σφαδάζω από τον πόνο
- το κρεβάτι του πόνου
- τον/την πιάνει ο πόνος για κάτι/κάποιον
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
πον-
πον-
- -πονία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πονία στο Βικιλεξικό
- πονο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πονο- στο Βικιλεξικό
- -πονος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πονος στο Βικιλεξικό
και
- ακαταπόνετος
- ακαταπονησία
- ακαταπόνητα (επίρρημα)
- ακαταπόνητος
- απαραπόνετος
- απαραπόνευτος
- άπονα (επίρρημα)
- απονεσιά
- απόνετα (επίρρημα)
- απόνετος
- απονιά
- άπονος
- απροπόνητα (επίρρημα)
- απροπόνητος
- ασυμπόνετος
- αψυχοπόνετος
- γεωπονικός
- γλυκοπαραπονιέμαι, γλυκοπαραπονιούμαι
- γλυκοπαράπονο
- γλυκοπονιέμαι
- δασοπονικός
- δυσκαταπόνητος
- εδαφοπονικός
- εκπονημένος
- εκπόνηση
- εκπονήσιμος
- εκπονητής, εκπονήτρια
- εκπονώ, εκπονούμαι
- επίπονα (επίρρημα)
- ευκαταπόνητος
- καρδιοπονεμένος
- καρδιοπονώ
- καταπονετικά (επίρρημα)
- καταπονητικός
- καταπονημένος
- καταπόνηση
- καταπονώ, καταπονούμαι
- κεφαλοπονάω / κεφαλοπονώ
- κοιλιοπονάω / κοιλιοπονώ
- κοιλοπονάω / κοιλοπονώ
- κοιλοπόνημα
- ματαιοπονία
- ματαιοπονώ
- μυριοπονεμένος
- ξαναπαραπονιέμαι
- ξεπονάω / ξεπονώ
- παραπονάκι
- παραπονάω / παραπονώ
- παραπόνεμα
- παραπονεμένα (επίρρημα)
- παραπονεμένος
- παραπόνεση
- παραπονετικά (επίρρημα)
- παραπονετικός
- παραπονεύομαι
- παραπόνι
- παραπονιάρης, παραπονιάρα
- παραπονιάρικα (επίρρημα)
- παραπονιέμαι, παραπονούμαι, παραπονιούμαι & συγγενικά
- παράπονο
- παραπονούμενος
- παυσίπονο
- πολυπονεμένος
- πολυπονώ
- πονάω / πονώ, πονιέμαι & σύνθετα
- πονάκι
- πονάκος
- πόνεμα
- πονεμένα (επίρρημα)
- πονεμένος & σύνθετα
- πόνεση
- πονεσιά
- πονεσιάρης, πονεσιάρα
- πονεσιάρικος
- πονεστικά (επίρρημα)
- πονετικά (επίρρημα)
- πονετικός, πονετική/πονετικιά
- πονετός
- πόνημα
- πόνοι
- προπονετικά (επίρρημα)
- προπονητικός
- προπονημένος
- προπόνηση
- προπονήσιμος
- προπονησιολογία
- προπονητήριο
- προπονητής, προπονήτρια
- προπονώ, προπονούμαι
- σύμπονα (επίρρημα)
- συμπόνεση
- συμπονεσιά
- συμπονετικά (επίρρημα)
- συμπονετικός
- συμπονεύω
- συμπόνια
- συμπονιάρης
- συμπονάω / συμπονώ, συμπονιέμαι / συμπονούμαι
- τρισπονετικός
- υδροπονικός
- φιλόπονα (επίρρημα)
- φιλοπόνημα
- φιλοπονώ
- φυγόπονα (επίρρημα)
- φυγόπονος
- ψευτοψυχοπονώ
- ψυχοπονεμένος
- ψυχοπόνεση
- ψυχοπονεσιά
- ψυχοπονετικός
- ψυχοπονεύομαι
- ψυχοπόνι
- ψυχοπονιάρης, ψυχοπονιάρα
- ψυχοπονιάρικος
- ψυχοπονάω / φυγοπονώ, ψυχοπονιέμαι
Δε σχετίζεται το τρεπόνημα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πόνος
Πηγές
[επεξεργασία]- πόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πόνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'πόνος'.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πόνος | οἱ | πόνοι |
γενική | τοῦ | πόνου | τῶν | πόνων |
δοτική | τῷ | πόνῳ | τοῖς | πόνοις |
αιτιατική | τὸν | πόνον | τοὺς | πόνους |
κλητική ὦ! | πόνε | πόνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πόνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πόνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πόνος < μεταπτωτική βαθμίδα πον- (που απαντά και στο πένομαι)[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πόνος αρσενικό
- η μεγάλη δυσκολία της μάχης, η μάχη καθαυτή (στον Όμηρο)
- ⮡ καί δή αὖ τοι πολεμήια ἔργα μέμηλε καί πόνος
- ο μόχθος, η ταλαιπωρία, η πολλή δουλειά, ο κόπος
- ⮡ μάταιος πόνος (άδικος κόπος)
- ⮡ ἄνευ πόνου (άκοπα, εύκολα)
- ⮡ ἔχει πόνον πολύν (δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά)
- η επιχείρηση, η δουλειά
- ⮡ καί πόνος ἐντί θάλασσα ( : η δουλειά τους, ο μόχθος τους είναι στη θάλασσα)
- το ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, πρόβλημα
- ⮡ ὁ Μηδικὸς πόνος (το πρόβλημα με τους Πέρσες)
- ο πόνος, το φυσικό σύμπτωμα του πόνου
- ⮡ πόνοι ἐν κεφαλῇ (πονοκέφαλος), ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 49.3
- ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος (Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περί ύλης ιατρικής, ⌘έκδ.MGO books.google
- πλευρᾶς πόνοι καὶ θώρακος καὶ ἥπατος
- το πόνημα (π.χ. το μέλι, ὑψηλὸς τεκτόνων πόνος, τούς ἡμετέρους πόνους: οι καρποί του μόχθου μας)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- -πονῶ Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πονῶ στο Βικιλεξικό
- -πονος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πονος στο Βικιλεξικό
- πονο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα πονο- στο Βικιλεξικό
και
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πόνος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πόνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Θουκυδίδη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Διοσκουρίδη (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)