πόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόνος | οι | πόνοι |
γενική | του | πόνου | των | πόνων |
αιτιατική | τον | πόνο | τους | πόνους |
κλητική | πόνε | πόνοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόνος < αρχαία ελληνική πόνος (σκληρή δουλειά)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόνος αρσενικό
- δυσάρεστο οδυνηρό αίσθημα που προκαλείται από κάποια δυσλειτουργία του σώματος, αρρώστια, φλεγμονή, χτύπημα κ.λπ.
- ο πόνος έγινε δυσβάσταχτος
- δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που προέρχεται από άλλα συναισθήματα
- τον κοίταξε με πόνο
- (σπάνιο), (ιδιωματικό) μόχθος, κόπος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- καθένας με τον πόνο του
- μπρος τα κάλλη τι' ν' ο πόνος
- οι πόνοι : οι ωδίνες του τοκετού
- το κρεβάτι του πόνου
- τον έπιασε ο πόνος για κάτι : λέγεται ειρωνικά για κάποιον που ξαφνικά ενδιαφέρεται για κάτι, αν και ως τώρα αδιαφορούσε τελείως
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πόνος
|
|
[επεξεργασία]
- ↑ «πόνος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόνος < συγγενές με το πένομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόνος αρσενικό
- η μεγάλη δυσκολία της μάχης, η μάχη καθαυτή (στον Όμηρο)
- καί δή αὖ τοι πολεμήια ἔργα μέμηλε καί πόνος
- ο μόχθος, η ταλαιπωρία, η πολλή δουλειά, ο κόπος
- μάταιος πόνος (αδικος κόπος) ἄνευ πόνου (άκοπα, εύκολα) ἔχει πόνον πολύν (δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά)
- η επιχείρηση, η δουλειά
- καί πόνος ἐντί θάλασσα ( : η δουλειά τους, ο μόχθος τους είναι στη θάλασσα)
- το ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, πρόβλημα
- ὁ Μηδικὸς πόνος (:το πρόβλημα με τους Πέρσες)
- ο πόνος, το φυσικό σύμπτωμα του πόνου
- κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος (Θουκ.), πλευρᾶς πόνοι καὶ θώρακος καὶ ἥπατος , πόνοι ἐν κεφαλῇ (πονοκέφαλος) ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι (Ιπποκράτης)
- το πόνημα (π.χ. το μέλι, ὑψηλὸς τεκτόνων πόνος, τούς ἡμετέρους πόνους: οι καρποί του μόχθου μας)
Πηγές[επεξεργασία]
- πόνος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «πόνος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)