πόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόνος | οι | πόνοι |
γενική | του | πόνου | των | πόνων |
αιτιατική | τον | πόνο | τους | πόνους |
κλητική | πόνε | πόνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόνος (σκληρή δουλειά)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐νος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόνος αρσενικό
- δυσάρεστο οδυνηρό αίσθημα που προκαλείται από κάποια δυσλειτουργία του σώματος, αρρώστια, φλεγμονή, χτύπημα κ.λπ.
- ↪ ο πόνος έγινε δυσβάσταχτος
- δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που προέρχεται από άλλα συναισθήματα
- ↪ τον κοίταξε με πόνο
- (σπάνιο, (ιδιωματικό) μόχθος, κόπος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- καθένας με τον πόνο του
- μπρος τα κάλλη τι' ν' ο πόνος
- οι πόνοι : οι ωδίνες του τοκετού
- το κρεβάτι του πόνου
- τον έπιασε ο πόνος για κάτι : λέγεται ειρωνικά για κάποιον που ξαφνικά ενδιαφέρεται για κάτι, αν και ως τώρα αδιαφορούσε τελείως
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
πον-
πον-
Σύνθετα[επεξεργασία]
- άπονος
- απονιά
- ματαιοπονία
- πονο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πονο- στο Βικιλεξικό
- -πονος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πονος στο Βικιλεξικό
- παράπονο
- ψυχοπονιάρης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πόνος
[επεξεργασία]
- ↑ πόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πόνος | οἱ | πόνοι |
γενική | τοῦ | πόνου | τῶν | πόνων |
δοτική | τῷ | πόνῳ | τοῖς | πόνοις |
αιτιατική | τὸν | πόνον | τοὺς | πόνους |
κλητική ὦ! | πόνε | πόνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πόνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πόνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πόνος < μεταπτωτική βαθμίδα πον- (που απαντά και στο πένομαι)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πόνος αρσενικό
- η μεγάλη δυσκολία της μάχης, η μάχη καθαυτή (στον Όμηρο)
- ↪ καί δή αὖ τοι πολεμήια ἔργα μέμηλε καί πόνος
- ο μόχθος, η ταλαιπωρία, η πολλή δουλειά, ο κόπος
- μάταιος πόνος (άδικος κόπος)
- ἄνευ πόνου (άκοπα, εύκολα)
- ἔχει πόνον πολύν (δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά)
- η επιχείρηση, η δουλειά
- ↪ καί πόνος ἐντί θάλασσα ( : η δουλειά τους, ο μόχθος τους είναι στη θάλασσα)
- το ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, πρόβλημα
- ὁ Μηδικὸς πόνος (το πρόβλημα με τους Πέρσες)
- ο πόνος, το φυσικό σύμπτωμα του πόνου
- ※ ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο, καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ πόνος (Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2.49.3 @greek-language.gr)
- ※ πλευρᾶς πόνοι καὶ θώρακος καὶ ἥπατος, πόνοι ἐν κεφαλῇ (πονοκέφαλος) ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι (Ιπποκράτης)
- το πόνημα (π.χ. το μέλι, ὑψηλὸς τεκτόνων πόνος, τούς ἡμετέρους πόνους: οι καρποί του μόχθου μας)
[επεξεργασία]
- πονέω
- πόνημα
- ...
- πονόεις
- πονοπαίκτωρ
- -πονος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πονος στο Βικιλεξικό
- πονοψυχία
Πηγές[επεξεργασία]
- πόνος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- πόνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)