υδροπονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
υδροπονικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) (βοτανική) που έχει σχέση με την υδροπονία ή αναφέρεται σ' αυτήν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδροπονικός