ταλαιπωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ταλαιπωρία < αρχαία ελληνική ταλαιπωρία < ταλαίπωρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταλαιπωρία θηλυκό
- η σωματική ή ψυχική καταπόνηση
- Μεγάλη ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο από την απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ταλαίπωρος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταλαιπωρία
|