τυραννία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τυραννία | οι | τυραννίες |
γενική | της | τυραννίας | των | τυραννιών |
αιτιατική | την | τυραννία | τις | τυραννίες |
κλητική | τυραννία | τυραννίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυραννία < αρχαία ελληνική τυραννία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ti.ɾa.ˈni.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυραννία θηλυκό
- το πολίτευμα κατά το οποίο την εξουσία ασκεί ένας τύραννος, η τυραννίδα
- (γενικότερα) η σκληρή και καταπιεστική διακυβέρνηση
- (γενικότερα) η σκληρή και καταπιεστική συμπεριφορά
- (γενικότερα) οτιδήποτε μας τυραννάει, μας ταλαιπωρεί