τυραννίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυραννίδα > αρχαία ελληνική τυραννίς > αρχαία ελληνική τυραννώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυραννίδα θηλυκό
- (υποκοριστικό) καθεστώς βίαιης κατάληψης και άσκησης της εξουσίας
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
εκφράσεις[επεξεργασία]
- «τυραννὶς χρῆμα (πράγμα) σφαλερόν, πολλοὶ δὲ αὐτῆς ἐρασταί εἰσι»
- «ἄπιστον ταῖς πολιταίες ἡ τυραννίς, ἄλλως τε κἄν ὅμορον (γειτονική) χώραν ἔχουσι».
- «οὐ μή δοκεῖ (δε μου φαίνεται) χρῆναι (ότι πρέπει να σας) ὁργίζεσθαι ὑμᾶς τῷ ὀνόματι τῶν τετρακοσίων, ἀλλά ἔργοις ἐνίων (μερικών)» Λυσίας- Υπέρ Φιλοστράτου