τυραννίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυραννίδα οι τυραννίδες
      γενική της τυραννίδας των τυραννίδων
    αιτιατική την τυραννίδα τις τυραννίδες
     κλητική τυραννίδα τυραννίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυραννίδα > (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυραννίς από την αιτιατική σε -ίδα > τύραννος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τυραννίδα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

τυραννίδα θηλυκό