κούραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κούραση | ||
γενική | της | κούρασης | ||
αιτιατική | την | κούραση | ||
κλητική | κούραση | |||
Και ποιητικός πληθυντικός, οι κούρασες. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κούραση < μεσαιωνική ελληνική κούραση < κουράζω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κούραση θηλυκό
- η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος μετά από υπερβολική εργασία. Έχει ως συμπτώματα τη μείωση των δυνάμεων καθώς και της δραστηριότητας, και συνοδεύεται συνήθως από αίσθημα αδυναμίας.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αποκάμωμα
- απόσταμα
- αποσταμάρα
- αποσταμός
- αποστασίλα
- εξάντληση
- εξουθένωση
- κάματος
- καταπόνηση
- κομμάρα
- κόπος
- κόπωση
- ταλαιπωρία
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είμαι ψόφιος από την κούραση: έχω κουραστεί πολύ, έχω εξαντληθεί
- ≈ συνώνυμα: είμαι πεθαμένος στην κούραση, πέφτω κάτω από την κούραση