αδυναμία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδυναμία < αρχαία ελληνική ἀδυναμία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ði.naˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δυ‐να‐μί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδυναμία θηλυκό
- έλλειψη δύναμης, δυνατότητας ή δεξιότητας
- η απουσία δύναμης
- ⮡ σωματική αδυναμία
- η ανικανότητα κάποιου, το να μην μπορέσει κάποιος να επιτύχει κάτι
- ⮡ η αδυναμία του προέδρου να ελέγξει τους βουλευτές του κόμματος ενδέχεται να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές
- (πληροφορική) ευάλωτο ή ευπαθές σημείο που μπορεί να υποστεί επίθεση
- ⮡ οι υποψίες για αδυναμίες στον αλγόριθμο κρυπτογράφησης αποδείχτηκαν αβάσιμες
- ≈ συνώνυμα: κενό ασφάλειας, τρωτότητα
- η απουσία δύναμης
- (μεταφορικά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έλλειψη δύναμης
μεγάλη αγάπη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)