Μετάβαση στο περιεχόμενο

αδυναμία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδυναμία οι αδυναμίες
      γενική της αδυναμίας των αδυναμιών
    αιτιατική την αδυναμία τις αδυναμίες
     κλητική αδυναμία αδυναμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδυναμία < αρχαία ελληνική ἀδυναμία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ði.naˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδυναμία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αδυναμία θηλυκό

  1. έλλειψη δύναμης, δυνατότητας ή δεξιότητας
    1. η απουσία δύναμης
       σωματική αδυναμία
    2. η ανικανότητα κάποιου, το να μην μπορέσει κάποιος να επιτύχει κάτι
        η αδυναμία του προέδρου να ελέγξει τους βουλευτές του κόμματος ενδέχεται να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές
    3. (πληροφορική) ευάλωτο ή ευπαθές σημείο που μπορεί να υποστεί επίθεση
        οι υποψίες για αδυναμίες στον αλγόριθμο κρυπτογράφησης αποδείχτηκαν αβάσιμες
       συνώνυμα: κενό ασφάλειας, τρωτότητα
  2. (μεταφορικά)
    1. άνθρωπος ή αντικείμενο ιδιαίτερα αγαπητό
        όλα τα παιδάκια τα αγαπώ, αλλά αυτό το ανιψάκι είναι η αδυναμία μου
    2. ιδιαίτερη αγάπη, εύνοια
        Σου έχω αδυναμία!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]