αγάπη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγάπη | οι | αγάπες |
γενική | της | αγάπης | — | |
αιτιατική | την | αγάπη | τις | αγάπες |
κλητική | αγάπη | αγάπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγάπη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγάπη[1][2] < αρχαία ελληνική ἀγαπῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈɣa.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γά‐πη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγάπη θηλυκό
- συναίσθημα συμπάθειας, φιλίας ή στοργής καθώς και η έκφρασή του με λόγια ή πράξεις
- νιώθω αγάπη για κάποιον
- η συζυγική / πατρική/ μητρική/ αδελφική αγάπη
- ο έρωτας
- το πρόσωπο για το οποίο αισθάνεται κανείς έρωτα
- θυμάται την πρώτη του αγάπη
- (προσφώνηση) ως προσφώνηση οικείων προσώπων ή εραστών
- το έντονο ενδιαφέρον ή η συχνή ενασχόληση με κάτι
- ⮡ έχει αγάπη για την εντομολογία
- η αφοσίωση σε ένα ιδανικό, η ολόψυχη επιθυμία για κάτι που θεωρείται αγαθό
- ⮡ η αγάπη για την πατρίδα
- (χριστιανισμός) το φιλί μεταξύ των χριστιανών στην ακολουθία της Ανάστασης
- (χριστιανισμός, στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη αγάπες, κοινά δείπνα των πρώτων Χριστιανών
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγαπάκι
- αγαπημένος
- αγαπημός
- αγαπησιάρης
- αγαπησιάρικα
- αγαπητά
- αγαπητικός, αγαπητικιά
- αγαπητός
- αγαπίζω
- αγαπίτσα
- αγαπούλα
- αγαπούλης
- αγαπουλίτσα
- αγαπώ
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- αγάπες και λουλούδια
- είναι στις αγάπες τους
- όλο αγάπη
- όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη
- πουλάω αγάπη
- το φιλί της αγάπης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Αγάπη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συναίσθημα ένδειξης στοργής
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγάπη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγάπη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζέστη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)