φιλί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιλί | τα | φιλιά |
γενική | του | φιλιού | των | φιλιών |
αιτιατική | το | φιλί | τα | φιλιά |
κλητική | φιλί | φιλιά | ||
όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλί < αρχαία ελληνική φιλῶ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλί ουδέτερο
- η επαφή των χειλιών στα χείλη, στο χέρι, στο μάγουλο ή άλλο μέρος του σώματος κάποιου (προσώπου ή πράγματος) ως ένδειξη χαιρετισμού, ευχής, συμπάθειας, ερωτικής έλξης κ.λπ.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το φιλί της ζωής: η τεχνητή αναπνοή // (μεταφορικά) η βοήθεια της τελευταίας στιγμής
- το φιλί του Ιούδα: η προδοσία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλί
|
|