ευχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευχή | οι | ευχές |
γενική | της | ευχής | των | ευχών |
αιτιατική | την | ευχή | τις | ευχές |
κλητική | ευχή | ευχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευχή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εὐχή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /efˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐χή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευχή θηλυκό
- η προφορική έκφραση της επιθυμίας και της ελπίδας για κάτι που θέλουμε να συμβεί στο μέλλον
- η ευλογία (όπως των γονιών)
- ↪ έχε την ευχή μου
- (κατ’ επέκταση) η συγκατάθεση
- τυπική έκφραση που λέγεται ή γράφεται σε γιορτές ή πριν από ένα σημαντικό γεγονός
- παράκληση, δέηση που διαβάζεται από έναν ιερέα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (αφήνω ή δίνω σε κάποιον) ευχή και κατάρα
- ευχής έργον
- (κάτι βαίνει ή πηγαίνει) κατ' ευχήν
- να πάρει η ευχή!
- (να πας ή πήγαινε) στην ευχή του Θεού
- (πού ή τι) στην ευχή
- την ευχή μου να 'χεις!
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευχή
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ευχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)